- ἐνστομίοις
- ἐνστόμιοςin the mouthmasc/fem/neut dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενστόμιος — ἐνστόμιος, ον (Α) [στόμα] αυτός που βρίσκεται μέσα στο στόμα («ἐνστομίοις ἕλκεσι») … Dictionary of Greek